Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἄθωνίτης
Ἡ ψυχή μου Σ’ ἐγνώρισε, Κύριε, καί γράφω στό λαό Σου γιά τά ἐλέη Σου.
Μή θλίβεστε, λαοί, πού εἶναι δύσκολη ἡ ζωή. Ἀγωνίζεστε μόνον ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί ζητᾶτε βοήθεια ἀπό τόν Κύριο κι Αὐτός θά σᾶς χαρίσει ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμο, γιατί εἶναι σπλαχνικός καί μᾶς ἀγαπᾶ.
Ὤ λαοί, ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά γνωρίσετε τόν Κύριο καί νά δῆτε τό ἔλεος καί τή δόξα Του. Εἶμαι ἑβδομήντα δύο ἐτῶν καί ἐπλησίασα τόν θάνατο καί γράφω γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος νά τό γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὤ καί νά μποροῦσα νά σᾶς ἀνέβαζα σ’ ἕνα ψηλό βουνό, γιά νά μπορέσετε νά δῆτε ἀπό τό ὕψος τῆς κορυφῆς τό πράο καί σπλαχνικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί νά γεμίσουν ἀγαλλίαση οἱ καρδιές σας.
‘Αλήθεια σᾶς λέω: Δέν ξέρω νά χω κανένα καλό κι ἔχω πολλές ἁμαρτίες. Ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅμως ἐξάλειψε τίς ἁμαρτίες μου καί ξέρω πώς σ’ ὅσους παλαίβουν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας ὁ Κύριος τούς χαρίζει ὄχι μόνον τήν ἄφεση, ἀλλά καί τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δίνει χαρά στήν ψυχή καί τήν γεμίζει μέ βαθειά καί γλυκειά εἰρήνη.
Ὤ Κύριε, Ἐσύ ἀγαπᾶς τά πλάσματά Σου. Καί ποιός θά μποροῦσε νά κατανοήσει τήν ἀγάπη Σου ἤ νά γευθεῖ τή γλυκύτητά της, ἄν δέν τόν διδάξεις Σύ ὁ Ἴδιος μέ τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα;
Σέ παρακαλῶ λοιπόν, Κύριε, ν’ ἀποστείλεις στόν κόσμο Σου τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά γνωρίσουν ὅλοι τήν ἀγάπη Σου. Ζέστανε τίς θλιμμένες καρδιές τῶν ἀνθρώπων, γιά νά δοξάζουν μέ χαρά τό ἔλεός Σου.
Παράκλητε ἀγαθέ, Σέ ἱκετεύω μέ δάκρυα, παρηγόρησε τίς θλιμμένες ψυχές τοῦ κόσμου Σου. Δῶσε σ’ ὅλους τούς λαούς ν’ ἀκούσουν τή γλυκειά φωνή Σου: ” Ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι”. Ναί, ‘Αγαθέ, στήν ἐξουσία Σου εἶναι νά κάνεις θαύματα καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο θαῦμα ἀπό τό ἀγαπᾶ κανείς τόν ἁμαρτωλό στήν πτώση του. Τόν ἅγιο εἶναι εὔκολο νά τόν ἀγαπᾶς εἶναι ἄξιος.
Ναί, Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ λαοί ἀδημονοῦν. Ὅλοι χάθηκαν μέσα στίς ἁμαρτίες. Ὅλοι στερήθηκαν τή Χάρη Σου καί ζοῦν στό σκοτάδι.
Ὤ λαοί, ἄς φωνάξουμε στόν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καί θ’ ἀκουστεῖ ἡ προσευχή μας, γιατί ὁ Κύριος χαίρεται μέ τή μετάνοια τῶν ἀνθρώπων. Κι ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις περιμένουν ν’ ἀπολαύσουμε κι ἐμεῖς τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί νά δοῦμε τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου Του.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι φυλάγουν τόν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ζωή στή γῆ εἶναι εὐχάριστη καί γλυκειά. Τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά τους καί τό νοῦ τους κι ἐγκατέλειψαν τίς ἅγιες ἐντολές κι ἐλπίζουν νά βροῦν χαρά χωρίς τόν Κύριο, μή ξέροντας πώς μόνον ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀληθινή χαρά μας καί μόνον μέ τόν Κύριο εὐφραίνεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ζεσταίνει τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως ζεσταίνει ὁ ἥλιος τά ἀγριολούλουδα κι ὅπως τά λικνίζει ὁ ἄνεμος δίνοντάς τους ζωή.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά πάντα γιά νά τόν δοξάζουμε. Ὁ κόσμος ὅμως δέν τό καταλαβαίνει. Καί πῶς μπορεῖ κανείς νά καταλάβει κάτι, πού οὔτε τό εἶδε οὔτε τό δοκίμασε; Κι ἐγώ ὅταν ἤμουν στόν κόσμο, σκεφτόμουν κι ἔλεγα: Νά, αὐτή εἶναι ἡ εὐτυχία πάνω στή γῆ. Εἶμαι ὑγιής, κομψός, πλούσιος, ὁ κόσμος μ’ ἀγαπᾶ. Αὐτή τήν κεδοδοξία εἶχα. Ὅταν ὅμως γνώρισα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριο, ἄρχισα πιά νά θεωρῶ ὅλη τή δόξα τοῦ κόσμου σάν καπνό πού τόν διασκορπίζει ὁ ἄνεμος. Ἡ Χάρη ὅμως τοῦ Ἅγίου Πνεύματος χαροποιεῖ καί εὐφραίνει τήν ψυχή κι αὐτή μέσα σέ βαθειά εἰρήνη βλέπει τόν Κύριο καί λησμονεῖ τή γῆ.
Κύριε, ἐπίστρεψε τόν λαόν Σου κοντά Σου, γιά νά δοῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν πραότητα τοῦ προσώπου Σου, γιά νά ἀπολαύσουν ὅλοι τήν κατά πρόσωπον θέα Σου ἀπό αὐτή τή γῆ καί βλέποντάς Σε, νά ὁμοιωθοῦν μέ Σένα.
Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος πού μᾶς ἔδωσε τή μετάνοια καί μέ τή μετάνοια σωζόμαστε ὅλοι μας χωρίς ἐξαίρεση. Δέν θά σωθοῦν μόνον ὅσοι δέν μετανοοῦν. Κι ἐδῶ βλέπω τήν ἀπόγνωσή τους καί κλαίω ἀπό συμπόνια γι’ αὐτούς. Ἄν κάθε ψυχή ἐγνώριζε τόν Κύριο, θά ἤξερε πόσο μᾶς ἀγαπᾶ Αὐτός καί κανένας δέν θ’ ἀπελπιζόταν γιά τήν σωτηρία του, οὔτε κἄν θά ἐγόγγυζε.
Ψυχή πού ἔχασε τήν εἰρήνη, πρέπει νά μετανοήσει καί ὁ Κύριος θά συγχωρέσει τίς ἁμαρτίες της καί τότε θά ‘χει χαρά καί εἰρήνη. Καί δέν χρειάζονται ἄλλοι μάρτυρες, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἴδιο μαρτυρεῖ μέσα μας πώς μᾶς συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες. Καί σημάδι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πώς ἔχεις μισήσει τήν ἁμαρτία.
Τί ἄλλο νά περιμένουμε; Νά ζητήσουμε ἀπό τούς οὐρανούς νά μᾶς ψάλει κάποιος ἕνα οὐράνιο τραγούδι; Μά στόν οὐρανό ὅλα ζοῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σέ μᾶς, στή γῆ δόθηκε τό Ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα. Καί στίς ‘Εκκλησίες τοῦ Θεοῦ οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί στίς ἐρήμους, στά βουνά καί στίς σπηλιές καί παντοῦ οἱ ἀσκητές τοῦ Χριστοῦ ζοῦν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν τό φυλάξουμε, θά εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τό σκοτάδι καί ἡ αἰώνια ζωή θά εἶναι μέσα μας.
Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦσαν καί τηροῦσαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ Παράδεισος θά ἦταν στή γῆ, γιατί “ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστιν” . Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό ἴδιο στόν οὐρανό καί στή γῆ.
Ὁ Κύριος δίνει τόν Παράδεισο καί τήν αἰώνια Βασιλεία μαζί Του, σέ ὅποιον μετανοεῖ. Μέ τό πλούσιο ἔλεός Του δέν θυμᾶται τίς ἁμαρτίες μας, ὅπως δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες τοῦ ληστή στό Σταυρό.
Μεγάλο τό ἔλεός Σου, Κύριε! Ποιός ὅμως θά μποροῦσε νά σ’ εὐχαριστήσει ὅπως πρέπει; Μᾶς ἔδωσες στή γῆ τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιο!
Μεγάλη ἡ δικαιοσύνη Σου, Κύριε! ‘Εσύ ἔδωσες στούς Ἀποστόλους τήν ἐπαγγελία:«Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς». Κι ἐμεῖς ζοῦμε τώρα αὐτό τό ἔλεος καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται πώς ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ. Κι ὅποιος δέν τό αἰσθάνεται αὐτό, ἄς μετανοήσει καί ὁ Κύριος θά τοῦ δώσει τή Χάρη πού καθοδηγεῖ τήν ψυχή. Ἄν ὅμως δεῖς ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, χωρίς νά συμπάσχεις, θά σ’ ἐγκαταλείψει ἡ Χάρη.
Μᾶς δόθηκε ἡ ἐντολή ν’ ἀγαποῦμε. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σπλαχνίζεται ὅλους καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δίνει τή δύναμη νά κάνωμε τό καλό.
Ὤ Ἅγιο Πνεῦμα, μή μᾶς ἐγκαταλείπεις. Ὅταν Ἐσύ εἶσαι μαζί μας, ἡ ψυχή ἀντιλαμβάνεται τήν παρουσία Σου καί ἀναπαύεται μακαρίως κοντά στόν Θεό, γιατί Σύ χαρίζεις τήν φλογερή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος ἀγάπησε τόσο τούς ἀνθρώπους Του, πού τούς ἁγίασε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τούς ἔκανε ὅμοιους μέ τόν Ἑαυτό Του. Ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς δίνει κι ἐμᾶς τή δύναμη νά εἴμαστε κι ἐμεῖς σπλαχνικοί. Ἄς ταπεινωθοῦμε, ἀδελφοί, γιά ν’ ἀποκτήσουμε μέ τήν μετάνοια σπλαχνική καρδιά καί τότε θά δοῦμε τή δόξα τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία γνωρίζει ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνει κάθε θλίψη, πείνα καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωση καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά γήινα, ἀλλά προσεύχεται μέ καθαρό νοῦ στό Θεό.
Ὅποιος ὅμως εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχει καθαρό νοῦ γιά τόν Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του κατοικεῖ ἔμμονη ἡ φροντίδα τί νά κάνει μ’ αὐτά. Κι ἄν δέν μετανοήσει καθαρά καί δέν στενοχωρηθεῖ πού ἔχει ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνει αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίσει τόν Κύριο.
Ὅταν σοῦ παίρνουν τήν περιουσία σου, δός την μόνος σου, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τίποτα. Ὅποιος ὅμως δέν ἐγνώρισε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐλεήμων, γιατί δέν ἔχει στήν ψυχή του τή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀφοῦ ὁ ἐλεήμων Κύριος μᾶς ἔδωσε μέ τά πάθη Του ἐπί γῆς τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός καί ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι Αὐτός θά μᾶς δώσει καί ὅλα ὅσα μᾶς χρειάζονται. Ἄς παραδώσουμε τόν ἑαυτό μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θά δοῦμε τήν Πρόνοιά Του καί ὁ Κύριος θά μᾶς χαρίσει ἀκόμη κι ἐκεῖνο πού δέν τό περιμένουμε κἄν.
Μή λυπόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν, αὐτό εἶναι ἀσήμαντη ὑπόθεση. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπό τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε καμιά δυστυχία στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἥρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνοια: «Κάηκες Ἰβάν Πετρόβιτς». Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Ὁ Θεός θά δώσει νά διορθωθοῦν τά πράγματα». Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπό τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια». Κι αὐτός μᾶς λέε: «Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη». Ἔτυχε νά τοῦ πῶ: «Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι ὅμως πού ζοῦν καλύτερα ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα». Κι αὐτός μοῦ ἀπάντης: «Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώσει». Κι ὁ Κύριος δέν διεύψευσε τήν ἐλπίδα του.
Στόν ἐλεήμονα συγχωρεῖ ὁ Κύριος τά ἁμαρτήματα παρευθύς. Ὁ ἐλεήμονας δέν θυμᾶται τό κακό. Κι ἄν ἀκόμα τόν ἀδίκησαν ἤ τοῦ πῆραν τήν περιουσία, αὐτός παραμένει ἀτάραχος, γιατί γνωρίζει ἐκ πείρας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου δέν μπορεῖ νά τό ἀφαιρέσει κανείς ἄνθρωπος, γιατί εἶναι ἀπαραβίαστο καί κατοικεῖ ψηλά, κοντά στόν Θεό.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζήσανε μέ παρθενία καί μετάνοια, ταπεινοί, ὑπάκουοι ἐγκρατεῖς, ἀνέβηκαν στόν οὐρανό καί βλέπουν τόν Κύριό μας ‘Ιησοῦ Χριστό στή δόξα Του κι ἀκοῦνε τά χερουβικά ἄσματα, ἐνῶ ἐμεῖς ταραζόμαστε ἐπάνω στή γῆ, ὅπως ἡ σκόνη πού τήν παίρνει ὁ ἄνεμος, καί ὁ νοῦς μας ἔχει προσκολληθεῖ στά γήινα.
Ὤ τό ἀσθενικό μου πνεῦμα σβύνει σάν μικρό κερί ἀπό ἐλαφρό ἄνεμο, ἐνῶ τό πνεῦμα τῶν ἁγίων ἔκαιγε σάν τήν ἄφλεκτη βάτο, ἀπείρακτο ἀπό τόν ἄνεμο. Ποιός θά μοῦ δώσει τέτοια ζέση, πού νά μήν γνωρίζω ἀνάπαυση οὔτε νύκτα οὔτε μέρα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Φλογερή εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιά χάρη της οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν ὅλες τίς θλίψεις καί πῆραν τήν δύναμη νά θαυματουργοῦν. Ἐθεράπευαν ἀρρώστους, ἀνάσταιναν νεκρούς, περπατοῦσαν στά νερά, σηκωνόταν στόν ἀέρα κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, κατέβαζαν μέ προσευχή βροχή ἀπό τόν οὐρανό. Ἐγώ ὅμως θά εὐχόμουν νά μάθω μόνο τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μήν προσβάλλω κανέναν, ἀλλά νά προσεύχομαι γιά ὅλους, σάν τόν ἑαυτό μου.
Ἀλίμονό μου! Γράφω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ ἴδιος δέν ἀγαπῶ τό Θεό ὅπως θά ὄφειλα. Γι’ αὐτό εἶμαι περίλυπος καί θλιμμένος, ὅπως ὁ διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο Ἀδάμ, καί ὀδύρομαι κραυγάζοντας μεγαλοφώνως: Ἐλέησέ με Θεέ μου, τό πεπτωκός Σου πλάσμα.
Πόσες φορές Ἐσύ μοῦ ἔδωσες τή Χάρη Σου κι ἐγώ δέν τήν φύλαξα, γιατί εἶμαι κενόδοξος. Ἡ ψυχή μου ὅμως Σέ γνωρίζει, τόν Κτίστη καί Θεό μου, καί γι’ αὐτό Σέ ζητῶ μέ θρήνους, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἰωσήφ ὅταν τόν ἔσερναν δοῦλο στήν Αἴγυπτο.
Ἐγώ Σέ στενοχωρῶ μέ τίς ἁμαρτίες μου καί Σύ ἀπομακρύνεις τό Πρόσωπό Σου ἀπό μένα καί ἡ ψυχή μου Σέ ποθεῖ καί λυώνει γιά Σένα.
Ὤ Ἅγιο Πνεῦμα, μή μ’ ἐγκαταλείπεις. Ὅταν ἀπομακρύνεσαι ἀπό μένα, μαῦρες σκέψεις καταπιέζουν τήν καρδιά μου καί ἡ ψυχή μου Σέ νοσταλγεῖ μέ καυτά δάκρυα.
Ὤ Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, Ἐσύ βλέπεις τή λύπη μου. Βλέπεις πώς στενοχώρησα τόν Κύριο, κι Αὐτός μέ ἐγκατέλειψε. Σέ ἱκετεύω: Σῶσε με τό πεσμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, σῶσε με τόν δοῦλο Σου.
Ἄν σκέφτεσαι κακό γιά τούς ἀνθρώπους, αὐτό σημαίνει πώς μέσα σου ζῆ πονηρό πνεῦμα καί αὐτό σοῦ ὑποβάλλει πονηρές σκέψεις ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν. Κι ἄν κάποιος πεθάνει ἀμετανόητος, χωρίς νά συγχωρήσει τόν ἀδελφό, τότε ἡ ψυχή του θά πάει ἐκεῖ πού μένει τό πονηρό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔχει κυριεύσει τήν ψυχή του.
Τέτοιος εἶναι ὁ νόμος: Ἄν συγχωρεῖς, σημαίνει πώς σέ συγχώρεσε καί σένα ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως δέν συγχωρεῖς τόν ἀδελφό, σημαίνει πώς καί ἡ δική σου ἁμαρτία παραμένει ἀσυγχώρητη.
Ὁ Κύριος θέλει νά ἀγαποῦμε τόν πλησίον. Κι ἄν σκέφτεσαι γι’ αὐτόν πώς ὁ Κύριος τόν ἀγαπᾶ, σημαίνει πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι μαζί σου. Κι ἄν σκέφτεσαι πώς ὁ Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τό πλάσμα Του καί συμπονεῖς καί σύ ὁ ἴδιος κάθε κτίσμα καί ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς, ἐνῶ τόν ἑαυτόν σου τόν θεωρεῖς χειρότερον ἀπό ὅλους, αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι μαζί σου ἡ μεγάλη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅποιος ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔστω καί λίγο, αὐτός θλίβεται γιά ὅλον τόν κόσμο μέρα καί νύχτα καί ἡ καρδιά του πονεῖ κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαιτέρως τούς ἀνθρώπους πού δέν γνωρίζουν τόν Θεό ἤ καί ἐναντιώνονται σ’ Αὐτόν καί γι’ αὐτό πορεύονται στή φωτιά τῶν βασάνων. Αὐτός προσεύχεται γι’ αὐτούς μέρα καί νύχτα περισσότερο ἀπό ὅτι γιά τόν ἑαυτό του, νά μετανοήσουν καί νά γνωρίσουν τόν Κύριο.
Ὁ Κύριος προσευχόταν γιά τούς σταυρωτές Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ὁ ἀρχιδιάκονος Στέφανος προσευχόταν γι’ αὐτούς πού τόν λιθοβολοῦσαν γιά νά τόν θανατώσουν: «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην». Κι ἐμεῖς ἄν θέλουμε νά διαφυλάξουμε τήν Χάρη, πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς. Ἄν δέν σπλαχνίζεσαι τόν ἁμαρτωλό πού θά βασανίζεται στήν φωτιά, σημαίνει πώς μέσα σου δέν ζῆ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά πονηρό πνεῦμα. Ἐνόσο λοιπόν ζῆς ἀκόμη, ἀγωνίσου νά ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ αὐτό μέ τή μετάνοια.